-
1 περιαιρετέος
II neut. - έον, one must remove,τὴν πόσθην Antyll.
ap. Orib.50.2.10;φύλλα Gp.5.29.4
;τὴν τροφήν Aët.7.26
; one must do away with, 26;τὴν συγγνώμην Id.Rh.Al. 1427a7
;τραγῳδίαν D.S.19.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαιρετέος
См. также в других словарях:
κυνοδέσμη — κυνοδέσμη, ἡ, ή κυνοδέσμιον, τὸ (Α) δέρμα με το οποίο οι χορευτές έδεναν την πόσθη («ᾦ δέ τὴν πόσθην ἀπεδοῡντο, τοῡτον τὸν δεσμὸν κυνοδέσμιον ὠνόμαζον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δέσμη (< δεσμός < δέω), πρβλ. μονο δέσμη, στηθο δέσμη … Dictionary of Greek
πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… … Dictionary of Greek